Τα κονδυλώματα είναι κλινικός όρος που αναφέρεται σε διογκώσεις που αναπτύσσονται στο δέρμα, ή στους βλεννογόνους, οι οποίες προκαλούνται από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV). Από τους 189 αναγνωρισμένους υποτύπους του ιού των θηλωμάτων (PV), οι 40 περίπου είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενοι, ενώ ορισμένοι από αυτούς προκαλούν κονδυλώματα.
Tα κονδυλώματα είναι οι λοιμώξεις των βλεννογόνων του πέους, του πρωκτού και του αιδοίου αποτελούν αφροδίσια νοσήματα και λέγονται Κονδυλώματα (Condylomas).
Τα οξυτενή κονδυλώματα (στελέχη 6 και 11 του ιού) είναι καλοήθεις αλλοιώσεις που δεν προκαλούν καρκίνο, σε αντίθεση με τα επίπεδα (στελέχη 16 , 18 , 31, 33, 45 του ιού) που θεωρούνται υποκλινικές αλλοιώσεις του γεννητικού συστήματος και του πρωκτού και αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα μπορεί να οδηγήσουν σε καρκίνο.
Μόνο τα οξυτενή κονδυλώματα είναι ορατά με γυμνό μάτι, τα επίπεδα κονδυλώματα μπορούν να εντοπιστούν μόνο με ειδικούς μεγεθυντικούς φακούς, ισχυρό φως και δερματολογικά και δερματοσκοπικά όργανα και διαγνωστικές εξετάσεις.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ
Εκτός από τη σεξουαλική επαφή, τα κονδυλώματα μεταδίδονται σε αρκετές περιπτώσεις με την επαφή / τριβή με μολυσμένα δάχτυλα και αντικείμενα.
Απαιτείται η χρήση προφυλακτικού, παρότι πρέπει να γνωρίζουμε ότι από μόνο του δεν μας προστατεύει 100% από τη μετάδοση του ιού, καθώς δεν καλύπτει τη βάση του πέους, ενώ τα οξυτενή κονδυλώματα μπορεί να υπάρχουν και σε άλλα σημεία της περιγεννητικής ή περιπρωκτικής περιοχής.
Ετήσια οι γυναίκες πρέπει να κάνουν το τεστ Παπανικολάου που είναι μια εξέταση που επιτρέπει την ανίχνευση υφιστάμενων βλαβών και αλλοιώσεων, ενώ μέσω της εξειδικευμένης εξέτασης HPV test και μέσω της κολποσκόπησης με διενέργεια βιοψίας αποδεικνύεται έγκαιρα η μόλυνση.
Σημαντικό είναι επίσης να γίνεται εξέταση από τον ίδιο τον ασθενή, να εξετάζεται ο/η ερωτικός σύντροφος για πιθανή μετάδοση του ιού, το οποίο ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις ακόμα και αν πρόκειται για υποκλινικές βλάβες, αλλά και η αποφυγή των μικροτραυματισμών στη γεννητική περιοχή.
ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
Τοπικά φάρμακα (τριχλωροξικό οξύ, ποδοφυλλίνη, ποδοφυλλοτοξίνη, 5-φλουορουρακίλη)
Κρυοχειρουργική θεραπεία (κρυοπηξία)
Aνοσοτροποποιητικά (Iντερφερόνη-α, Imiquimod, σινεκατεχίνες)
Xειρουργικές μέθοδοι (Laser CO2, διαθερμοπηξία, χειρουργική εκτομή)